ΛΙΟΝΤΑΡΙ


Το λιοντάρι (Panthera leo) ανήκει στο γένος Panthera της οικογένειας των Αιλουριδών. Καθώς άποια αρσενικά υπερβαίνουν τα 250 κιλά σε βάρος είναι το δεύτερο μεγαλύτερο αιλουροειδές μετά την τίγρη που υπάρχει σήμερα. Λιοντάρια σε άγρια κατάσταση υπάρχουν πλέον στην Υποσαχάρια Αφρική και στην Ασία που έχει μείνει ένας πληθυσμός στην βορειοδυτική Ινδία που κινδυνεύει άμεσα από αφανισμό ενώ έχει εξαφανιστεί από την Βόρεια Αφρική, την Μέση Ανατολή και την Δυτική Ασία στα ιστορικά χρόνια. Μέχρι το ύστερο Πλειστόκαινο, περίπου 
10.000 χρόνια πριν, το λιοντάρι ήταν το πλέον διασκορπισμένο μεγάλο επίγειο θηλαστικό μετά τον άνθρωπο. Βρίσκονταν στο μεγαλύτερο μέρος της Αφρικής, μεγάλο μέρος της Ευρασίας από την δυτική Ευρώπη έως την Ινδία, και στην Αμερική από το Γιούκον έως το Περού.

Τα λιοντάρια στην φύση ζουν περίπου 10-14 χρόνια, ενώ σε αιχμαλωσία μπορούν να ζήσουν πάνω από 20 χρόνια. Σε άγρια κατάσταση τα αρσενικά σπανίως ζουν πάνω από 10 χρόνια, καθώς οι τραυματισμοί από τις συνεχόμενες μάχες με αντίπαλα αρσενικά μειώνουν δραστικά την μακροζωία τους. Ο συνηθισμένος τόπος διαμονής των λιονταριών είναι η σαβάνα και οι γρασιδότοποι, αν και μπορεί να βρεθούν και σε θαμνώδεις περιοχές και δάση. Είναι ασυνήθιστα κοινωνικά ζώα σε σχέση με τα υπόλοιπα αιλουροειδή. Μια αγέλη λιονταριών συνήθως
 αποτελείται από συγγενικά θηλυκά, τα νεογνά τους και ένα μικρό αριθμό ενήλικων αρσενικών. Τα θηλυκά συνήθων κυνηγούν μαζί σε ομάδες, κυνηγώντας κυρίως μεγάλα οπληφόρα. Τα λιοντάρια είναι κυρίαρχα αρπακτικά, παρόλο που τρώνε και θνησιμαία αν δοθεί η ευκαιρία. Ενώ συνήθως δεν κυνηγούν ανθρώπους επιλεκτικά, έχουν παρατηρηθεί περιπτώσεις λιονταριών που αναζητούσαν ανθρώπινα θηράματα.

Το λιοντάρι είναι το ψηλότερο (μέτρηση μέχρι τον ώμο) από τις αιλουρίνες και το δεύτερο βαρύτερο μετά την τίγρη. Έχει δυνατά πόδια, ισχυρό σαγόνι και κυνόδοντες 8 εκατοστών, ενώ μπορεί να σκοτώσει μεγάλα θηράματα. Το κρανίο του λιονταριού είναι παρόμοιο με της τίγρης, όμως η μπροστινή περιοχή είναι συνήθως πιο πιεσμένη και επίπεδη, με ελαφρώς κοντύτερη οπισθοκογχική περιοχή και ευρύτερα ρινικά ανοίγματα. Εντούτοις λόγω της ποικιλομορφίας του κρανίου και στα δύο είδη, μόνο η δομή της κάτω γνάθου μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αξιόπιστη ένδειξη για το είδος. Το χρώμα του λιονταριού ποικίλει από ελαφριά ωχροκίτρινη απόχρωση έως κιτρινωπό, κοκκινωπό ή βαθύ ωχρώδες καφέ. Το κάτω μέρος του είναι εν γένει πιο ανοιχτόχρωμο και η φούντα της ουράς μαύρη. Οι σκύμνοι γεννιούνται με καφέ βούλες στο σώμα τους, που μοιάζουν με της λεοπάρδαλης. Παρόλο που εξαφανίζονται όταν το λιοντάρι ενηλικιώνεται, αχνές βούλες διακρίνονται συχνά στα πόδια και στο κάτω μέρος, ιδίως στις λέαινες.

Τα λιοντάρια είναι τα μόνα μέλη της οικογένειας των αιλουριδών που παρουσιάζουν εμφανή σεξουαλικό 
διμορφισμό, δηλαδή τα αρσενικά και τα θηλυκά είναι εμφανώς διαφορετικά. Κάθε φύλο επίσης έχει εξειδικευμένο ρόλο στην αγέλη. Για παράδειγμα η λέαινα, ως κυνηγός, δεν έχει την παχιά ογκώδη χαίτη που έχει το αρσενικό, η οποία φαίνεται ότι παρεμποδίζει την ικανότητα του αρσενικού στο καμουφλάζ όταν παραμονεύει ενώ προκαλεί υπερθέρμανση στο κυνήγι. Το χρώμα της χαίτης ποικίλει από ξανθό έως μαύρο, σκουραίνοντας εν γένει καθώς το λιοντάρι μεγαλώνει σε ηλικία.
Το βάρος των ενήλικων λιονταριών κυμαίνεται μεταξύ 150 και 250 κιλά για τα αρσενικά και 120-180 κιλά για τα θηλυκά. Κατά μέσο όρο τα αρσενικά ζυγίζουν 190 κιλά και τα θηλυκά 125 κιλά. Ο Νόργουελ και ο Τζάκσον αναφέρουν μέσα βάρη 181 κιλά για αρσενικά και 126 για θηλυκά, ενώ ένα λιοντάρι που σκοτώθηκε κοντά στο Όρος Κένυα ζύγιζε 272 κιλά. Το μέγεθος των λιονταριών τείνει να ποικίλει ανάλογα με το περιβάλλον και την περιοχή τους. με αποτέλεσμα μεγάλο εύρος στα καταγεγραμμένα βάρη. Για παράδειγμα, τα λιοντάρια στην Νότια Αφρική τείνουν εν γένει να είναι 5 τοις εκατό βαρύτερα από αυτά της Ανατολικής Αφρικής.
Το μήκος του σώματος μαζί με το κεφάλι είναι 170-250 εκατοστά στα αρσενικά και 140-175 εκατοστά στα θηλυκά, το ύψος μέχρι τον ώμο είναι περίπου 123 εκατοστά στα αρσενικά και περίπου 107 στα θηλυκά. Το μήκος της ουράς κυμαίνεται μεταξύ 90–105 εκατοστά στα αρσενικά και 70–100 εκατοστά στα θηλυκά. Το μακρύτερο γνωστό λιοντάρι ήταν ένα αρσενικό με μαύρη χαίτη που σκοτώθηκε κοντά στο Μούκσο, στη νότια Αγκόλα τον Οκτώβριο του 1973, ενώ το βαρύτερο ήταν ένα ανθρωποφάγο λιοντάρι που σκοτώθηκε το 1936 έξω από το Hectorspruit στο ανατολικό Τράνσβααλ, στη Νότια Αφρική και ζύγιζε 313 κιλά. Τα λιοντάρια στην αιχμαλωσία τείνουν να είναι μεγαλύτερα από αυτά σε άγρια κατάσταση, το βαρύτερο λιοντάρι που έχει καταγραφεί ήταν ένα αρσενικό στον ζωολογικό κήπο του Κόλτσεστερ στην Αγγλία το 1970, ονόματι Σίμπα, που ζύγιζε 375 κιλά.
ΛΕΥΚΑ ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ
ο λευκό λιοντάρι δεν είναι ξεχωριστό υποείδος, αλλά μία ειδική μορφή με την γενετική συνθήκη του λευκισμού, η οποία προκαλεί πιο απαλό χρωματισμό, παρόμοιο με αυτόν της λευκής τίγρης. Η συνθήκη είναι παρόμοια με αυτή του μελανισμού που ευθύνεται για τους μαύρους πάνθηρες. Δεν είναι αλμπίνοι, καθώς έχουν κανονική φυσική χρωμάτωση στα μάτια και στο δέρμα. Λευκά λιοντάρια του Τρανσβαάλ (Panthera leo krugeri) έχουν βρεθεί συχνά στο Εθνικό Πάρκο Κρούγκερ και γύρω από αυτό καθώς και στο γειτονικό Ιδιωτικό Καταφύγιο Θηραμάτων 
Τιμμπαβάτι στην ανατολική Νότια Αφρική, αλλά συχνότερα βρίσκονται στην αιχμαλωσία, όπου οι εκτροφείς τους τα επιλέγουν εκούσια. Το ασυνήθιστο χρώμα τους οφείλεται σε ένα υποτελές γονίδιο (recessive gene).
Η επιβεβαίωση της ύπαρξης των λευκών λιονταριών ήρθε στα τέλη του εικοστού αιώνα. Εκατοντάδες χρόνια πρωτύτερα το λευκό λιοντάρι θεωρούνταν μύθος της Νότιας Αφρικής, ενώ το λευκό τρίχωμα θεωρούνταν ότι αναπαριστούσε την καλοσύνη σε όλα τα όντα. Αναφορές για λευκά λιοντάρια υπάρχουν από τις αρχές του 1900, και συνέχισαν μέχρι το 1975 οπότε βρέθηκε μία γέννα λευκών λιονταριών στο Καταφύγιο Θηραμάτων του.Τιμμπαβάτι
Τα λιοντάρια είναι αρπακτικά σαρκοφάγα τα οποία εκδηλώνουν δύο τύπους κοινωνικής οργάνωσης. Κάποια είναι μόνιμα εγκατεστημένα, και ζουν σε ομάδες που λέγονται αγέλες. Οι αγέλες συνήθως αποτελούνται από πέντε ή έξι συγγενικά θηλυκά, τα νεογνά τους ανεξαρτήτως φύλου, και ένα ή δύο αρσενικά (γνωστά και ως συνασπισμός αν είναι πάνω από ένα) τα οποία ζευγαρώνουν με τα ενήλικα θηλυκά. Έχουν παρατηρηθεί και μεγάλες αγέλες που αποτελούνται από 30 άτομα. Ο συνασπισμός των αρσενικός που σχετίζονται με την αγέλη αποτελείται συνήθως
 από δύο άτομα, αλλά μπορεί να αυξηθεί σε τέσσερα και να μειωθεί ξανά με τον καιρό. Τα μικρά αρσενικά αποκλείονται από την μητρική αγέλη όταν ενηλικιωθούν.
Η δεύτερη συμπεριφορά οργάνωσης είναι οι νομάδες, οι οποίοι περιφέρονται σε μεγάλες εκτάσεις σποραδικά, είτε μοναχικά είτε σε ζευγάρια. Τα ζευγάρια πιο συχνά αποτελούνται από συγγενικά αρσενικά που έχουν αποκλειστεί από την μητρική τους αγέλη. Αξίζει να σημειωθεί ότι ένα λιοντάρι μπορεί να αλλάξει τρόπο ζωής, οι νομάδες μπορούν να εγκατασταθούν και το αντίθετο. Τα αρσενικά περνάν από αυτό το στάδιο και κάποια δεν καταφέρνουν να προσχωρήσουν σε άλλη αγέλη. Μία θηλυκή που γίνεται νομάδας έχει πολύ μεγαλύτερη δυσκολία να ενταχθεί σε νέα αγέλη, καθώς τα θηλυκά της αγέλης είναι συγγενικά και απορρίπτουν τις περισσότερες απόπειρες από μη συγγενικά θηλυκά να ενταχθούν στην ομάδα τους.
Τα αρσενικά που σχετίζονται με μια αγέλη τείνουν να παραμένουν στις παρυφές της περιοχής της, περιπολώντας την επικράτειά τους. Το γιατί ηκοινωνικότητα έχει αναπτυχθεί στις λέαινες - η εντονότερη μεταξύ των αιλουροειδών - είναι αντικείμενο αντιπαράθεσης. Η αυξημένη επιτυχία στο κυνήγι είναι ένας προφανής λόγος, αλλά γίνεται λιγότερο βέβαιο αν εξεταστεί: το συντονισμένο κυνήγι φέρνει καλύτερα αποτελέσματα, αλλά επιπλέον εξασφαλίζει ότι τα μέλη που δεν κυνηγάνε παίρνουν μειωμένες κατά κεφαλή θερμίδες, εντούτοις, μερικά παίζουν τον ρόλο της ανατροφής των μικρών, τα οποία μπορούν να μείνουν μόνα τους για μεγάλα χρονικά διαστήματα.Τα μέλη της αγέλης συνήθως τείνουν να παίζουν τον ίδιο ρόλο στα κυνήγια. Η υγεία των κυνηγών είναι πρωταρχικής σημασίας για την επιβίωση της αγέλης και είναι οι πρώτοι που καταναλώνουν την λεία επί τόπου. Άλλα πλεονεκτήματα περιλαμβάνουν την πιθανή επιλογή συγγενών (είναι καλύτερο να μοιράζεται το φαγητό με ένα συγγενικό λιοντάρι παρά με ένα ξένο), προστασία των νεογνών, διατήρηση της περιοχής, και ατομική ασφάλεια απέναντι σε τραυματισμό και πείνα.

Αναπαραγωγή και κύκλος της ζωής

Οι περισσότερες λέαινες ζευγαρώνουν πριν γίνουν τεσσάρων ετών. Τα λιοντάρια δεν ζευγαρώνουν κάποια συγκεκριμένη περίοδο του χρόνου, και τα θηλυκά είναι πολύοιστρα. Όπως και τα υπόλοιπα αιλουροειδή, το πέος του λιονταριού έχει ακίδες που έχουν φορά προς τα πίσω. Όταν εξέρχεται το πέος, οι ακίδες ξύνουν έντονα τον κόλπο του θηλυκού, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει ωορρηξία. Η λέαινα μπορεί να ζευγαρώσει με πάνω από ένα αρσενικό όταν είναι στις μέρες της. Κατά την διάρκεια ενός κύκλου ζευγαρώματος που μπορεί να διαρκέσει 
αρκετές μέρες, το ζευγάρι συνουσιάζεται είκοσι με σαράντα φορές την ημέρα και είναι πιθανό να απέχουν και από το φαγητό.

Υγεία

Παρόλο που τα ενήλικα λιοντάρια δεν έχουν φυσικούς εχθρούς, τα στοιχεία υποδεικνύουν ότι η πλειοψηφία έχει βίαιο θάνατο από ανθρώπους ή άλλα λιοντάρια. Αυτό αληθεύει κυρίως για τα αρσενικά, τα οποία είναι πιο πιθανό να συμπλακούν με αντίπαλα αρσενικά. Στην πραγματικότητα παρόλο που το αρσενικό λιοντάρι μπορεί να φτάσει τα 15 ή 16 χρόνια αν καταφέρει να αποφύγει να εκδιωχθεί από την αγέλη, η πλειοψηφία των αρσενικών δεν ζει πάνω από 10 χρόνια. Αυτός είναι ο λόγος που το μέσο προσδόκιμο ζωής για τα αρσενικά είναι σημαντικά μικρότερο σε άγρια κατάσταση από τις λέαινες. Εντούτοις και τα δύο φύλα μπορεί να τραυματιστούν ή να σκοτωθούν να δύο αγέλες με αλληλεπικαλυπτόμενες περιοχές συμπλακούν.
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Όταν αναπαύονται τα λιοντάρια, η κοινωνικοποίησή του εκδηλώνεται με διάφορες συμπεριφορές, ενώ η εκφραστικές κινήσεις του είναι πολύ αναπτυγμένες. Η πιο συνήθης ειρηνική χειρονομία αφής είναι το τρίψιμο του κεφαλιού και η το γλείψιμο, το οποίο έχει το ξεψείρισμα στα πρωτεύοντα. Το τρίψιμο του μετώπου, του προσώπου ή του λαιμού σε ένα άλλο λιοντάρι φαίνεται πως είναι ένα είδος χαιρετισμού, καθώς παρατηρείται συχνά όταν ένα ζώο έχει μείνει χώρια από τα άλλα για καιρό, ή μετά από μάχη ή αντιπαράθεση. Τα αρσενικά τείνουν να τρίβουν άλλα αρσενικά, ενώ τα θηλυκά και τα μικρά τρίβουν θηλυκά. Το γλείψιμο συχνά συμβαίνει σε συνδυασμό με το τρίψιμο, εν γένει είναι αμοιβαίο και ο αποδέκτης δείχνει να εκφράζει ευχαρίστηση. Το κεφάλι και ο λαιμός είναι τα ποιο συνήθη μέρη του σώματος που γλείφονται το οποίο ενδέχεται να έχει προκύψει από λόγους ανάγκης καθώς το λιοντάρι δεν μπορεί να γλείψει αυτές της περιοχές μόνο του

Σχέσεις με άλλα αρπακτικά


Σε περιοχές που συνυπάρχουν λιοντάρια και στικτές ύαινες, τα δύο είδη καταλαμβάνουν τον ίδιο οικολογικό θώκο, ανταγωνιζόμενα έτσι άμεσα μεταξύ τους. Σε μερικές περιπτώσεις η έκταση της επικάλυψης του διαιτολόγιού τους τάνει το 68.8%. Τα λιοντάρια εν γένει αγνοούν τις ύαινες εκτός και αν βρίσκονται στην λεία τους ή παρενοχλούνται από αυτές. Οι ύαινες τείνουν να αντιδρούν εμφανώς στην παρουσία λιονταριών, ανεξαρτήτως αν έχουν τροφή ή όχι. Τα λιοντάρια με μεγάλη ευκολία οικειοποιούνται τα θηράματα των στικτών υαινών: στο κρατήρα Νγκορονγκόρο, είναι σύνηθες τα λιοντάρια να βασίζονται κατά μεγάλο μέρος στην κλοπή της λείας από τις ύαινες, με αποτέλεσμα οι ύαινες να αυξάνουν τους ρυθμούς του κυνηγιού τους. Τα λιοντάρια ακολουθούν γρήγορα τις κραυγές-καλέσματα που βγάζουν οι ύαινες όταν υπάρχει λεία, γεγονός που αποδείχτηκε από τον Δρα. Χανς Κρούουκ, ο οποίος 
διαπίστωσε ότι τα λιοντάρια τον πλησίαζαν όταν έπαιζε μαγνητοφωνημένα καλέσματα για φαγητό υαινών. Όταν έρχονται αντιμέτωπες με τα λιοντάρια για ένα θήραμα, οι στικτές ύαινες είτε φεύγουν είτε περιμένουν υπομονετικά σε απόσταση 30-100 μέτρων μέχρι να τελειώσουν τα λιοντάρια. Σε μερικές περιπτώσεις οι ύαινες είναι αρκετά τολμηρές ώστε να φάνε δίπλα στα λιοντάρια, και περιστασιακά μπορεί να τα αναγκάσουν να φύγουν από το θήραμα. Τα δύο είδη συνήθων αντιδρούν επιθετικά μεταξύ τους ακόμα και αν δεν υπάρχει λεία στην μέση. Τα λιοντάρια μπορεί να επιτεθούν σε ύαινες και να τις κατασπαράξουν χωρίς κάποιο εμφανή λόγο: ένα αρσενικό λιοντάρι έχει κινηματογραφηθεί να σκοτώνει δύο κυρίαρχες θηλυκές ύαινες σε διαφορετικές περιστάσεις χωρίς όμως να τις φάει, ενώ το 71% των θανάτων υαινών στην Ετόσα (Etosha) οφείλεται στα λιοντάρια. Οι ύαινες έχουν προσαρμοστεί σε αυτή την πίεση επιτειθέμενες πολλές μαζί σε λιοντάρια που εισέρχονται στην περιοχή τους. Πειράματα σε αιχμάλωτες στικτές ύαινες έδειξαν ότι ζώα χωρίς προηγούμενη εμπειρία με λιοντάρια αντέδρασαν αδιάφορα στην θέα τους, αλλά με φόβο στην μυρωδιά του.
Στην Αφρική, τα λιοντάρια βρίσκονται στην σαβάνα όπου οι σκόρπιες ακακίες τους προσφέρουν σκιά, ενώ στην Ινδία σε ένα συνονθύλευμα ξηρής σαβάνεας-δάσους και πολύ ξηρών δασών φυλλοβόλων. Σε σχετικά πρόσφατους χρόνους η φυσική κατοικία των λιονταριών εκτείνονταν από τα νότια τμήματα της Ευρασίας, από την Ελλάδα έως την Ινδία, και το μεγαλύτερο μέρος της Αφρικής, εκτός από την κεντρική ζώνη των τροπικών δασών και της ερήμου Σαχάρας. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι τα λιοντάρια αφθονούσαν στην Ελλάδα γύρω στο 480 π.Χ. Ο Αριστοτέλης τα θεωρούσε σπάνια το 300 π.Χ. ενώ περί το 100 μ.Χ. είχαν εξαλειφθεί. Ένας πληθυσμός ασιατικών λιονταριών επιβίωσε στον Καύκασο μέχρι τον δέκατο αιώνα, το οποίο ήταν και το τελευταίο μέρος της Ευρώπης που υπήρξαν λιοντάρια.
ΣΤΗΝ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ
Τα λιοντάρια συναντώνται ευρέως στην αιχμαλωσία, καθώς ανήκουν στην ομάδα των εξωτικών ζώων που αποτελούν τον πυρήνα των εκθεμάτων των ζωολογικών κήπων από τα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα. Στην ίδια ομάδα ανήκουν διάφορα μεγάλα σπονδυλωτά, ελέφαντες, ρινόκεροι, ιπποπόταμοι, μεγάλα πρωτεύοντα και άλλες μεγάλες Αιλουρίδες, από τα οποία οι ζωολογικοί κήποι προσπαθούν να αποκτήσουν όσο το δυνατόν περισσότερα. Παρόλο που πολλοί σύγχρονοι ζωολογικοί κήποι είναι πιο επιλεκτικοί ως προς τα εκθέματά τους, υπάρχουν πάνω από 1000 αφρικανικά λιοντάρια και 100 ασιατικά σε ζωολογικούς κήπους και πάρκα άγριας ζωής σε όλο τον κόσμο. Θεωρούνται είδος πρέσβης και κρατούνται για τουριστικούς και εκπαιδευτικούς λόγους αλλά και για λόγους διατήρησης του είδους. Τα λιοντάρια στην αιχμαλωσία μπορούν να φτάσουν τα 20 χρόνια, ο Apollo, λιοντάρι του ζωολογικού κήπου της Χονολουλού, στην Χαβάη, πέθανε σε ηλικία 22 ετών τον Αύγουστο του 2007. Οι δύο του αδερφές που γεννήθηκαν το 1986 ζουν ακόμα. Τα προγράμματα αναπαραγωγής των ζωολογικών κήπων συνήθως λαμβάνουν υπόψη τους τον διαχωρισμό των διαφόρων υποειδών, ενώ η άμβλυνση της ενδογαμίας είναι συνηθέστερη όταν τα ζώα χωρίζονται ανά υποείδος


Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια